- εύπορος
- -η, -οαυτός που έχει πόρους, αφθονία υλικών αγαθών, ευκατάστατος, πλούσιος (αντίθ. άπορος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εὔπορος — easy to pass masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύπορος — (2ος αι. π.Χ.). Θεσσαλός ανδριαντοποιός. * * * η, ο (ΑΜ εὔπορος, ον) αυτός που έχει αρκετούς ή άφθονους πόρους, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο εύπορος κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών μσν. αρχ. 1. καλά… … Dictionary of Greek
εὐπορώτερον — εὔπορος easy to pass masc acc comp sg εὔπορος easy to pass neut nom/voc/acc comp sg εὔπορος easy to pass adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορωτάτων — εὔπορος easy to pass fem gen superl pl εὔπορος easy to pass masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορωτέραις — εὔπορος easy to pass fem dat comp pl εὐπορωτέρᾱͅς , εὔπορος easy to pass fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορωτέρων — εὔπορος easy to pass fem gen comp pl εὔπορος easy to pass masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορώτατα — εὔπορος easy to pass adverbial superl εὔπορος easy to pass neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορώτατον — εὔπορος easy to pass masc acc superl sg εὔπορος easy to pass neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπόρως — εὔπορος easy to pass adverbial εὔπορος easy to pass masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπορον — εὔπορος easy to pass masc/fem acc sg εὔπορος easy to pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)